- καμπτικός
- καμπ-τικός, ή, όν,A bending, flexible, δακτύλου τὸ κ. the joint, Arist.HA493b28; κίνησις ἡ κ. Id.Spir.484b13;
φωνάριον Poll.4.64
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φωνάριον Poll.4.64
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καμπτικός — καμπτικός, ή, όν (Α) [καμπτός] 1. αυτός που κάμπτεται εύκολα, ο εύκαμπτος 2. (μτφ. για φωνή) εύστροφος 3. αυτός που γίνεται κατά την κάμψη («κίνησις ή καμπτική», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
καμπτικόν — καμπτικός bending masc acc sg καμπτικός bending neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμπτικοῖς — καμπτικός bending masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμπτικήν — καμπτικός bending fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)